ακουμπισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακουμπισμένος | η | ακουμπισμένη | το | ακουμπισμένο |
| γενική | του | ακουμπισμένου | της | ακουμπισμένης | του | ακουμπισμένου |
| αιτιατική | τον | ακουμπισμένο | την | ακουμπισμένη | το | ακουμπισμένο |
| κλητική | ακουμπισμένε | ακουμπισμένη | ακουμπισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακουμπισμένοι | οι | ακουμπισμένες | τα | ακουμπισμένα |
| γενική | των | ακουμπισμένων | των | ακουμπισμένων | των | ακουμπισμένων |
| αιτιατική | τους | ακουμπισμένους | τις | ακουμπισμένες | τα | ακουμπισμένα |
| κλητική | ακουμπισμένοι | ακουμπισμένες | ακουμπισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακουμπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακουμπώ
Μεταφράσεις
ακουμπισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.