ακουβάλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακουβάλητος | η | ακουβάλητη | το | ακουβάλητο |
| γενική | του | ακουβάλητου | της | ακουβάλητης | του | ακουβάλητου |
| αιτιατική | τον | ακουβάλητο | την | ακουβάλητη | το | ακουβάλητο |
| κλητική | ακουβάλητε | ακουβάλητη | ακουβάλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακουβάλητοι | οι | ακουβάλητες | τα | ακουβάλητα |
| γενική | των | ακουβάλητων | των | ακουβάλητων | των | ακουβάλητων |
| αιτιατική | τους | ακουβάλητους | τις | ακουβάλητες | τα | ακουβάλητα |
| κλητική | ακουβάλητοι | ακουβάλητες | ακουβάλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ακουβάλητα
- → δείτε τη λέξη κουβαλώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.