ακουαρέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακουαρέλα οι ακουαρέλες
      γενική της ακουαρέλας των ακουαρελών
    αιτιατική την ακουαρέλα τις ακουαρέλες
     κλητική ακουαρέλα ακουαρέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακουαρέλα < (άμεσο δάνειο) βενετική aquarela[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ku.aˈɾe.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακουαρέλα

Ουσιαστικό

ακουαρέλα θηλυκό

  1. η υδατογραφία
    1. η μέθοδος που χρησιμοποιεί χρώματα υδατογραφίας
    2. το έργο που παράγεται από αυτή τη μέθοδο
  2. είδος χαρτιού το οποίο χρησιμοποιείται για υδατογραφίες
  3. το υλικό, η νερομπογιά που χρησιμοποιείται για την υδατογραφία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ακουαρέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.