ακοστολόγητα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακοστολόγητα < ακοστολόγητος

Επίρρημα

ακοστολόγητα

  • με τρόπο που προϋποθέτει να μην υπολογίσουμε το κόστος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.