ακομπανιαμέντο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακομπανιαμέντο | τα | ακομπανιαμέντα |
| γενική | του | ακομπανιαμέντου | των | ακομπανιαμέντων |
| αιτιατική | το | ακομπανιαμέντο | τα | ακομπανιαμέντα |
| κλητική | ακομπανιαμέντο | ακομπανιαμέντα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακομπανιαμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική accompagnamento
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kom.pa.ɲaˈmen.to/
Ουσιαστικό
ακομπανιαμέντο ουδέτερο
Μεταφράσεις
ακομπανιαμέντο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.