σολίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σολίστας | οι | σολίστες |
| γενική | του | σολίστα | των | σολιστών |
| αιτιατική | τον | σολίστα | τους | σολίστες |
| κλητική | σολίστα | σολίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σολίστας < (λόγιο δάνειο) γαλλική soliste ή ιταλική solista + -ς[1] Δείτε και -ίστας
Ουσιαστικό
σολίστας αρσενικό (θηλυκό σολίστα)
- (μουσική)
- ερμηνευτής μουσικού οργάνου (ή και τραγουδιστής) που ερμηνεύει έργο σόλο (χωρίς συνοδεία άλλων οργάνων) ή έργο όπου έχει πρωταγωνιστικό ρόλο
- ο Έλληνας σολίστας Δημήτρης Σγούρος έδωσε ρεσιτάλ πιάνου
- σολίστας στο κοντσέρτο για βιολί του Σιμπέλιους, ήταν ο Λεωνίδας Καβάκος
- χαρακτηρισμός δεξιοτέχνη εκτελεστή (ή και τραγουδιστή)
- η Τζίνα Μπαχάουερ, η Μαρίκα Παπαϊωάννου, η Ρένα Κυριακού, συγκαταλέγονταν στις μεγάλες σολίστες πιάνου
- σολίστ (άκλιτο, αρσενικό ή θηλυκό)
Συγγενικά
- σολιστικός
- σολάρω
- σόλο
Αναφορές
- σολίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.