σολίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σολίστας οι σολίστες
      γενική του σολίστα των σολιστών
    αιτιατική τον σολίστα τους σολίστες
     κλητική σολίστα σολίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σολίστας < (λόγιο δάνειο) γαλλική soliste ή ιταλική solista + [1] Δείτε και -ίστας

Ουσιαστικό

σολίστας αρσενικό (θηλυκό σολίστα)

  • (μουσική)
  1. ερμηνευτής μουσικού οργάνου (ή και τραγουδιστής) που ερμηνεύει έργο σόλο (χωρίς συνοδεία άλλων οργάνων) ή έργο όπου έχει πρωταγωνιστικό ρόλο
    ο Έλληνας σολίστας Δημήτρης Σγούρος έδωσε ρεσιτάλ πιάνου
    σολίστας στο κοντσέρτο για βιολί του Σιμπέλιους, ήταν ο Λεωνίδας Καβάκος
  2. χαρακτηρισμός δεξιοτέχνη εκτελεστή (ή και τραγουδιστή)
    η Τζίνα Μπαχάουερ, η Μαρίκα Παπαϊωάννου, η Ρένα Κυριακού, συγκαταλέγονταν στις μεγάλες σολίστες πιάνου

  • σολίστ (άκλιτο, αρσενικό ή θηλυκό)

Συγγενικά

  • σολιστικός
  • σολάρω
  • σόλο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.