ακλώσητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακλώσητος η ακλώσητη το ακλώσητο
      γενική του ακλώσητου της ακλώσητης του ακλώσητου
    αιτιατική τον ακλώσητο την ακλώσητη το ακλώσητο
     κλητική ακλώσητε ακλώσητη ακλώσητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακλώσητοι οι ακλώσητες τα ακλώσητα
      γενική των ακλώσητων των ακλώσητων των ακλώσητων
    αιτιατική τους ακλώσητους τις ακλώσητες τα ακλώσητα
     κλητική ακλώσητοι ακλώσητες ακλώσητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακλώσητος < α- + (κλωσώ) κλωση- + -τος

Επίθετο

ακλώσητος[1] [2]

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ακλώσητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ακλώσητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.