ακληροδότητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακληροδότητος η ακληροδότητη το ακληροδότητο
      γενική του ακληροδότητου της ακληροδότητης του ακληροδότητου
    αιτιατική τον ακληροδότητο την ακληροδότητη το ακληροδότητο
     κλητική ακληροδότητε ακληροδότητη ακληροδότητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακληροδότητοι οι ακληροδότητες τα ακληροδότητα
      γενική των ακληροδότητων των ακληροδότητων των ακληροδότητων
    αιτιατική τους ακληροδότητους τις ακληροδότητες τα ακληροδότητα
     κλητική ακληροδότητοι ακληροδότητες ακληροδότητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακληροδότητος < α- + κληροδοτώ + -τος

Επίθετο

ακληροδότητος[1]

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. ακληροδότητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.