ακιτρίνιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακιτρίνιστος | η | ακιτρίνιστη | το | ακιτρίνιστο |
| γενική | του | ακιτρίνιστου | της | ακιτρίνιστης | του | ακιτρίνιστου |
| αιτιατική | τον | ακιτρίνιστο | την | ακιτρίνιστη | το | ακιτρίνιστο |
| κλητική | ακιτρίνιστε | ακιτρίνιστη | ακιτρίνιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακιτρίνιστοι | οι | ακιτρίνιστες | τα | ακιτρίνιστα |
| γενική | των | ακιτρίνιστων | των | ακιτρίνιστων | των | ακιτρίνιστων |
| αιτιατική | τους | ακιτρίνιστους | τις | ακιτρίνιστες | τα | ακιτρίνιστα |
| κλητική | ακιτρίνιστοι | ακιτρίνιστες | ακιτρίνιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
- ακιτρίνιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ακιτρίνιστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.