κιτρινισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κιτρινισμένος | η | κιτρινισμένη | το | κιτρινισμένο |
| γενική | του | κιτρινισμένου | της | κιτρινισμένης | του | κιτρινισμένου |
| αιτιατική | τον | κιτρινισμένο | την | κιτρινισμένη | το | κιτρινισμένο |
| κλητική | κιτρινισμένε | κιτρινισμένη | κιτρινισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κιτρινισμένοι | οι | κιτρινισμένες | τα | κιτρινισμένα |
| γενική | των | κιτρινισμένων | των | κιτρινισμένων | των | κιτρινισμένων |
| αιτιατική | τους | κιτρινισμένους | τις | κιτρινισμένες | τα | κιτρινισμένα |
| κλητική | κιτρινισμένοι | κιτρινισμένες | κιτρινισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κιτρινισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κιτρινίζω
Μετοχή
κιτρινισμένος, -η, -ο
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.