ακηδεμόνευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακηδεμόνευτος η ακηδεμόνευτη το ακηδεμόνευτο
      γενική του ακηδεμόνευτου της ακηδεμόνευτης του ακηδεμόνευτου
    αιτιατική τον ακηδεμόνευτο την ακηδεμόνευτη το ακηδεμόνευτο
     κλητική ακηδεμόνευτε ακηδεμόνευτη ακηδεμόνευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακηδεμόνευτοι οι ακηδεμόνευτες τα ακηδεμόνευτα
      γενική των ακηδεμόνευτων των ακηδεμόνευτων των ακηδεμόνευτων
    αιτιατική τους ακηδεμόνευτους τις ακηδεμόνευτες τα ακηδεμόνευτα
     κλητική ακηδεμόνευτοι ακηδεμόνευτες ακηδεμόνευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακηδεμόνευτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκηδεμόνευτος[1] < α- στερητικό + κηδεμονεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ci.ðeˈmo.ne.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακηδεμόνευτος

Επίθετο

ακηδεμόνευτος, -η, -ο

  1. (νομικός όρος) που δεν κηδεμονεύεται, που δεν βρίσκεται υπό κηδεμονία
  2. (μειωτικό) που μπορεί να παίρνει μόνος του τις αποφάσεις που τον αφορούν χωρίς να ακολουθεί υποδείξεις άλλων

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.