ακαταγώνιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαταγώνιστος η ακαταγώνιστη το ακαταγώνιστο
      γενική του ακαταγώνιστου της ακαταγώνιστης του ακαταγώνιστου
    αιτιατική τον ακαταγώνιστο την ακαταγώνιστη το ακαταγώνιστο
     κλητική ακαταγώνιστε ακαταγώνιστη ακαταγώνιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαταγώνιστοι οι ακαταγώνιστες τα ακαταγώνιστα
      γενική των ακαταγώνιστων των ακαταγώνιστων των ακαταγώνιστων
    αιτιατική τους ακαταγώνιστους τις ακαταγώνιστες τα ακαταγώνιστα
     κλητική ακαταγώνιστοι ακαταγώνιστες ακαταγώνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακαταγώνιστος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ακαταγώνιστος, -η, -ο

  • που δεν μπορεί κανείς να τον συναγωνιστεί, μοναδικός
      Λέω τ' όνομά της και την αισθάνομαι να με τυλίγει το όραμά της. Φαίνεται πως δεν πρόκειται να ξελευτερωθώ από τα ακαταγώνιστα φίλτρα της. (Στράτης Μυριβήλης Η Ρόδος [διήγημα])

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.