ακατάσβηστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατάσβηστος | η | ακατάσβηστη | το | ακατάσβηστο |
| γενική | του | ακατάσβηστου | της | ακατάσβηστης | του | ακατάσβηστου |
| αιτιατική | τον | ακατάσβηστο | την | ακατάσβηστη | το | ακατάσβηστο |
| κλητική | ακατάσβηστε | ακατάσβηστη | ακατάσβηστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατάσβηστοι | οι | ακατάσβηστες | τα | ακατάσβηστα |
| γενική | των | ακατάσβηστων | των | ακατάσβηστων | των | ακατάσβηστων |
| αιτιατική | τους | ακατάσβηστους | τις | ακατάσβηστες | τα | ακατάσβηστα |
| κλητική | ακατάσβηστοι | ακατάσβηστες | ακατάσβηστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ακατάσβηστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.