άσβηστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσβηστος η άσβηστη το άσβηστο
      γενική του άσβηστου της άσβηστης του άσβηστου
    αιτιατική τον άσβηστο την άσβηστη το άσβηστο
     κλητική άσβηστε άσβηστη άσβηστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσβηστοι οι άσβηστες τα άσβηστα
      γενική των άσβηστων των άσβηστων των άσβηστων
    αιτιατική τους άσβηστους τις άσβηστες τα άσβηστα
     κλητική άσβηστοι άσβηστες άσβηστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άσβηστος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική άσβηστος[1] < ἄ- στερητικό + σβηστ- + -ος < αρχαία ελληνική άσβεστος,  δείτε τη λέξη σβέννυμι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.zvi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άσβηστος

Επίθετο

άσβηστος, -η, -ο

  1. που δε σβήστηκε ή που δεν μπορεί να σβηστεί
  2. (μεταφορικά) ανεξάλειπτος
      Μα η ελπίδα και το φως ζούσε άσβηστο στις καρδιές των επαναστατών. (Έλλη Αλεξίου (1974) Ερνέστο Γκεβάρα [δοκίμιο])

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.