αιτιολογημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιτιολογημένος η αιτιολογημένη το αιτιολογημένο
      γενική του αιτιολογημένου της αιτιολογημένης του αιτιολογημένου
    αιτιατική τον αιτιολογημένο την αιτιολογημένη το αιτιολογημένο
     κλητική αιτιολογημένε αιτιολογημένη αιτιολογημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιτιολογημένοι οι αιτιολογημένες τα αιτιολογημένα
      γενική των αιτιολογημένων των αιτιολογημένων των αιτιολογημένων
    αιτιατική τους αιτιολογημένους τις αιτιολογημένες τα αιτιολογημένα
     κλητική αιτιολογημένοι αιτιολογημένες αιτιολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αιτιολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αιτιολογώ

Μετοχή

αιτιολογημένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη αιτιολογώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.