αιτιατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιτιατικός | η | αιτιατική | το | αιτιατικό |
| γενική | του | αιτιατικού | της | αιτιατικής | του | αιτιατικού |
| αιτιατική | τον | αιτιατικό | την | αιτιατική | το | αιτιατικό |
| κλητική | αιτιατικέ | αιτιατική | αιτιατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιτιατικοί | οι | αιτιατικές | τα | αιτιατικά |
| γενική | των | αιτιατικών | των | αιτιατικών | των | αιτιατικών |
| αιτιατική | τους | αιτιατικούς | τις | αιτιατικές | τα | αιτιατικά |
| κλητική | αιτιατικοί | αιτιατικές | αιτιατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
αιτιατικός < εννοείται το ουσιαστικό: γλώσσα,[1] (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰτιατικός, δείτε τη γαλλική langue accusative, αγγλική nominative-accusative language • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
αιτιατικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία, στην έκφραση: αιτιατική γλώσσα) για γλώσσα που κάνει διάκριση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου όπως με τις πτώσεις ονομαστική και αιτιατική αντίστοιχα
- ≠ αντώνυμα: εργαστικός, εργαστική γλώσσα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αιτία
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.