αιτίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιτίαση οι αιτιάσεις
      γενική της αιτίασης* των αιτιάσεων
    αιτιατική την αιτίαση τις αιτιάσεις
     κλητική αιτίαση αιτιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιτιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιτίαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰτίασις μετάπλαση σε -ση

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈti.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιτίαση

Ουσιαστικό

αιτίαση θηλυκό

  1. (λόγιο) στοχευμένη κατηγορία, κατηγορία στρεφόμενη έναντι κάποιου
    αρκετά ανέχτηκα τις ανακριβείς αιτιάσεις στο πρόσωπό μου
  2. διατύπωση ήπιας διαμαρτυρίας προς όργανο του κράτους ή της διοίκησης αυτού

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.