αντιληπτότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντιληπτότητα | οι | αντιληπτότητες |
| γενική | της | αντιληπτότητας | των | αντιληπτοτήτων |
| αιτιατική | την | αντιληπτότητα | τις | αντιληπτότητες |
| κλητική | αντιληπτότητα | αντιληπτότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιληπτότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αντιληπτότητα θηλυκό
- (νευρολογία) ο βαθμός με τον οποίο ένα ερεθίσμα καθίσταται αντιληπτό, το δυναμικό πλάτος ή η ισχύς που απαιτείται από ένα ερέθισμα ώστε να ξεπεράσει το κατώφλι απόκρισης
Μεταφράσεις
αντιληπτότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.