αιμόσταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμόσταση οι αιμοστάσεις
      γενική της αιμόστασης* των αιμοστάσεων
    αιτιατική την αιμόσταση τις αιμοστάσεις
     κλητική αιμόσταση αιμοστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιμοστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιμόσταση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hémostase < ελληνιστική κοινή αἱμόστασις.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αιμό- + στάση

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈmo.sta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιμόσταση

Ουσιαστικό

αιμόσταση θηλυκό

  1. (ιατρική) η διακοπή της αιμορραγίας
      σπάνιο εύρημα θεωρείται η χάλκινη αιμοστατική λαβίδα με αυτόματο κλείσιμο και τα χάλκινα αιμοστατικά καυτήρια για την αιμόσταση με καυτηριασμό των επιφανειακών τραυμάτων ή για βαθιά τραύματα. (από το άρθρο "O θαυμαστός κόσμος της αρχαίας Iατρικής", εφημερίδα Καθημερινή, 14 Ιουλίου 2002)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.