αιμοπετάλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αιμοπετάλιο | τα | αιμοπετάλια |
| γενική | του | αιμοπεταλίου & αιμοπετάλιου |
των | αιμοπεταλίων |
| αιτιατική | το | αιμοπετάλιο | τα | αιμοπετάλια |
| κλητική | αιμοπετάλιο | αιμοπετάλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιμοπετάλιο < αιμο- + πετάλιο (< πέταλ(ο) + -ιο), (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική plaquette sanguine)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.mo.peˈta.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μο‐πε‐τά‐λι‐ο
Ουσιαστικό
αιμοπετάλιο ουδέτερο
- (φυσιολογία) κύτταρο του αίματος που συντελεί στη λειτουργία της πήξης όταν προκληθεί αιμορραγία
Αναφορές
- αιμοπετάλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.