αιμομιξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιμομιξία | οι | αιμομιξίες |
| γενική | της | αιμομιξίας | των | αιμομιξιών |
| αιτιατική | την | αιμομιξία | τις | αιμομιξίες |
| κλητική | αιμομιξία | αιμομιξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιμομιξία < ελληνιστική κοινή αἱμομιξία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.mo.miˈksi.a/
Ουσιαστικό
αιμομιξία θηλυκό
- σεξουαλική επαφή ανάμεσα σε άτομα που έχουν στενή σχέση που απαγορεύει το γάμο
Συγγενικά
- αιμομίκτης
- αιμομικτικός
- → δείτε τις λέξεις αίμα και μειγνύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.