αιμομικτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιμομικτικός | η | αιμομικτική | το | αιμομικτικό |
| γενική | του | αιμομικτικού | της | αιμομικτικής | του | αιμομικτικού |
| αιτιατική | τον | αιμομικτικό | την | αιμομικτική | το | αιμομικτικό |
| κλητική | αιμομικτικέ | αιμομικτική | αιμομικτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιμομικτικοί | οι | αιμομικτικές | τα | αιμομικτικά |
| γενική | των | αιμομικτικών | των | αιμομικτικών | των | αιμομικτικών |
| αιτιατική | τους | αιμομικτικούς | τις | αιμομικτικές | τα | αιμομικτικά |
| κλητική | αιμομικτικοί | αιμομικτικές | αιμομικτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αιμομικτικός < αιμομίκτης + -ικός
Επίθετο
αιμομικτικός, -ή, -ό
- που έχει το χαρακτήρα της αιμομιξίας
- αιμομικτικός γάμος, αιμομικτική σχέση
Μεταφράσεις
αιμομικτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.