αιγαιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιγαιακός | η | αιγαιακή | το | αιγαιακό |
| γενική | του | αιγαιακού | της | αιγαιακής | του | αιγαιακού |
| αιτιατική | τον | αιγαιακό | την | αιγαιακή | το | αιγαιακό |
| κλητική | αιγαιακέ | αιγαιακή | αιγαιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιγαιακοί | οι | αιγαιακές | τα | αιγαιακά |
| γενική | των | αιγαιακών | των | αιγαιακών | των | αιγαιακών |
| αιτιατική | τους | αιγαιακούς | τις | αιγαιακές | τα | αιγαιακά |
| κλητική | αιγαιακοί | αιγαιακές | αιγαιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αιγαιακός < (υστερο)μεσαιωνική ελληνική αἰγαιακός[1] < αρχαία ελληνική Αἰγαῖον / Αἰγαῖος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.