αιγαγροπίλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιγαγροπίλημα τα αιγαγροπιλήματα
      γενική του αιγαγροπιλήματος των αιγαγροπιλημάτων
    αιτιατική το αιγαγροπίλημα τα αιγαγροπιλήματα
     κλητική αιγαγροπίλημα αιγαγροπιλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιγαγροπίλημα < αίγαγρος + -ο- + πίλημα

Ουσιαστικό

αιγαγροπίλημα ουδέτερο

  1. (λόγιο) (παρωχημένο) σβώλος που σχηματίζεται στο πεπτικό σύστημα φυτοφάγου ζώου (αίγαγρου) και έχει δημιουργηθεί από την τροφή, διάφορες τρίχες καθώς και τα πεπτικά υγρά
  2. (λόγιο) (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) αντίδοτο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.