αιγαγροπίλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αιγαγροπίλημα | τα | αιγαγροπιλήματα |
| γενική | του | αιγαγροπιλήματος | των | αιγαγροπιλημάτων |
| αιτιατική | το | αιγαγροπίλημα | τα | αιγαγροπιλήματα |
| κλητική | αιγαγροπίλημα | αιγαγροπιλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αιγαγροπίλημα ουδέτερο
- (λόγιο) (παρωχημένο) σβώλος που σχηματίζεται στο πεπτικό σύστημα φυτοφάγου ζώου (αίγαγρου) και έχει δημιουργηθεί από την τροφή, διάφορες τρίχες καθώς και τα πεπτικά υγρά
- (λόγιο) (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) αντίδοτο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αιγαγροπίλημα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.