αθλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αθλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀθλῶ, συνηρημένος τύπος του ἀθλέω < ἆθλος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈθlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αθλώ
τονικό παρώνυμο: άθλο

Ρήμα

αθλώ, αόρ.: άθλησα, παθ.φωνή: αθλούμαι, μτχ.π.ε.: αθλούμενος, π.αόρ.: αθλήθηκα

  1. ασκώ (το σώμα)
  2. προπονώ
  3. (συχνότερα στην παθητική φωνή)  δείτε τη λέξη αθλούμαι

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη άθλος

Κλίση

Μεταφράσεις

 δείτε και τη λέξη αθλούμαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.