αθλούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈθlu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θλού‐μαι
- ομόηχο: αθλούμε
Ρηματικός τύπος
αθλούμαι, π.αόρ.: αθλήθηκα
- παθητική φωνή του ρήματος αθλώ → δείτε και την κλίση
- παθητικές σημασίες του αθλώ
- εξασκούμαι, γυμνάζομαι συστηματικά
- ↪ Αθλούμαι καθημερινά παίζοντας μπάσκετ με τους φίλους μου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.