αθηναίικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθηναίικος η αθηναίικη το αθηναίικο
      γενική του αθηναίικου της αθηναίικης του αθηναίικου
    αιτιατική τον αθηναίικο την αθηναίικη το αθηναίικο
     κλητική αθηναίικε αθηναίικη αθηναίικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθηναίικοι οι αθηναίικες τα αθηναίικα
      γενική των αθηναίικων των αθηναίικων των αθηναίικων
    αιτιατική τους αθηναίικους τις αθηναίικες τα αθηναίικα
     κλητική αθηναίικοι αθηναίικες αθηναίικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αθηναίικος < αρχαία ελληνική Ἀθηναῖ(ος) + -ικος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.θiˈne.i.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αθηναίικος

Επίθετο

αθηναίικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.