αηδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αηδής | η | αηδής | το | αηδές |
| γενική | του | αηδούς* | της | αηδούς | του | αηδούς |
| αιτιατική | τον | αηδή | την | αηδή | το | αηδές |
| κλητική | αηδή(ς) | αηδής | αηδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αηδείς | οι | αηδείς | τα | αηδή |
| γενική | των | αηδών | των | αηδών | των | αηδών |
| αιτιατική | τους | αηδείς | τις | αηδείς | τα | αηδή |
| κλητική | αηδείς | αηδείς | αηδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αηδής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀηδής
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐η‐δής
Μεταφράσεις
αηδής
|
→ δείτε τη λέξη αηδιαστικός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.