αζιμουθικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αζιμουθικός η αζιμουθική το αζιμουθικό
      γενική του αζιμουθικού της αζιμουθικής του αζιμουθικού
    αιτιατική τον αζιμουθικό την αζιμουθική το αζιμουθικό
     κλητική αζιμουθικέ αζιμουθική αζιμουθικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αζιμουθικοί οι αζιμουθικές τα αζιμουθικά
      γενική των αζιμουθικών των αζιμουθικών των αζιμουθικών
    αιτιατική τους αζιμουθικούς τις αζιμουθικές τα αζιμουθικά
     κλητική αζιμουθικοί αζιμουθικές αζιμουθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αζιμουθικός < αζιμούθι(ο) + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική azimuthal[1])

Επίθετο

αζιμουθικός, -ή, -ό[2]

  • (αστρονομία, γεωγραφία, ναυτικός όρος) άλλη μορφή του αζιμουθιακός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.