αζέστατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αζέστατος η αζέστατη το αζέστατο
      γενική του αζέστατου της αζέστατης του αζέστατου
    αιτιατική τον αζέστατο την αζέστατη το αζέστατο
     κλητική αζέστατε αζέστατη αζέστατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αζέστατοι οι αζέστατες τα αζέστατα
      γενική των αζέστατων των αζέστατων των αζέστατων
    αιτιατική τους αζέστατους τις αζέστατες τα αζέστατα
     κλητική αζέστατοι αζέστατες αζέστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αζέστατος < α- + ζεσταίνω + -τος

Επίθετο

αζέστατος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.