αεριαγωγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεριαγωγός οι αεριαγωγοί
      γενική του αεριαγωγού των αεριαγωγών
    αιτιατική τον αεριαγωγό τους αεριαγωγούς
     κλητική αεριαγωγέ αεριαγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεριαγωγός < αέριο + -ο- + αγωγός

Ουσιαστικό

αεριαγωγός αρσενικό

  1. αγωγός αερίων
  2. (ειδικότερα) αγωγός μέσω του οποίου μεταφέρεται (φυσικό) αέριο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.