αήρ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αήρ | οι | αέρες |
| γενική | του | αέρος | των | αέρων |
| αιτιατική | τον | αέρα | τους | αέρας |
| κλητική | αήρ | αέρες | ||
| Τύπόι όπως στην αρχαία κλίση ἀήρ Δείτε και τη νεότερη λέξη αέρας. | ||||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αήρ < αρχαία ελληνική ἀήρ
Ουσιαστικό
αήρ αρσενικό
- (καθαρεύουσα) ο αέρας → δείτε τη λέξη ἀήρ
- (θρησκεία) μικρό ύφασμα που καλύπτει στην Αγία Τράπεζα, που καλύπτει εκκλησιαστικά σκεύη (το Άγιο Ποτήριο ή τον Άγιο Δίσκο)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αέρας
Μεταφράσεις
(θρησκεία) ύφασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.