αήρ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αήρ οι αέρες
      γενική του αέρος των αέρων
    αιτιατική τον αέρα τους αέρας
     κλητική αήρ αέρες
Τύπόι όπως στην αρχαία κλίση ἀήρ
Δείτε και τη νεότερη λέξη αέρας.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αήρ < αρχαία ελληνική ἀήρ

Ουσιαστικό

αήρ αρσενικό

  1. (καθαρεύουσα) ο αέρας  δείτε τη λέξη ἀήρ
  2. (θρησκεία) μικρό ύφασμα που καλύπτει στην Αγία Τράπεζα, που καλύπτει εκκλησιαστικά σκεύη (το Άγιο Ποτήριο ή τον Άγιο Δίσκο)

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  αέρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.