αειφανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αειφανής | η | αειφανής | το | αειφανές |
| γενική | του | αειφανούς* | της | αειφανούς | του | αειφανούς |
| αιτιατική | τον | αειφανή | την | αειφανή | το | αειφανές |
| κλητική | αειφανή(ς) | αειφανής | αειφανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αειφανείς | οι | αειφανείς | τα | αειφανή |
| γενική | των | αειφανών | των | αειφανών | των | αειφανών |
| αιτιατική | τους | αειφανείς | τις | αειφανείς | τα | αειφανή |
| κλητική | αειφανείς | αειφανείς | αειφανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αειφανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀειφανής < ἀεί (αει-) + -φανής (< φαίνομαι)
Επίθετο
αειφανής, -ής, -ές
- αυτός που είναι πάντοτε ορατός
- (αστρονομία): ουράνιο σώμα (αστέρας, ή αστερισμός) που κινείται πάντα περί τον έναν πόλο της Γης (Βόρειο ή Νότιο, ανάλογα με το ημισφαίριο), που παραμένει συνεχώς πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα[1]
- ↪ Η Μεγάλη Άρκτος είναι αειφανής αστερισμός για εμάς που κατοικούμε στην Ελλάδα
- → δείτε και τις λέξεις αφανής και αμφιφανής
Μεταφράσεις
αειφανής
|
|
Αναφορές
- Κων.Σ. Χασάπης, Ουρανογραφία. Αθήνα: Ίδρυμα Ευγενίδου - Πλανητάριον, 1972, σσ. 6-7. Στο eef.edu.gr· πρόσβαση: 2020-12-18.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.