αείροος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αείροος | η | αείροη & αείροος |
το | αείροο |
| γενική | του | αείροου | της | αείροης & αειρόου |
του | αείροου |
| αιτιατική | τον | αείροο | την | αείροη & αείροο |
το | αείροο |
| κλητική | αείροε | αείροη & αείροε |
αείροο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αείροοι | οι | αείροες & αείροοι |
τα | αείροα |
| γενική | των | αείροων | των | αείροων & αειρόων |
των | αείροων |
| αιτιατική | τους | αείροους | τις | αείροες & αειρόους |
τα | αείροα |
| κλητική | αείροοι | αείροες & αείροοι |
αείροα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα ή σε αρχαιοπρεπείς λέξεις.. | ||||||
| Κατηγορία όπως «φυγόκεντρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αείροος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀείρροος με ορθογραφική απλοποίηση → δείτε ρρ
Επίθετο
αείροος, -η/-ος, -ο
- (λόγιο) που ρέει συνεχώς
- ※ Ευρισκόμενος σε αδιέξοδο, επισκέφθηκε την αείρροο πηγή του ελέους. (Αλεξάνδρος Σαΐνης, Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989), εκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, σ.48 )
Μεταφράσεις
αείροος
|
|
Πηγές
- αείροος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.