αδούλωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδούλωτος η αδούλωτη το αδούλωτο
      γενική του αδούλωτου της αδούλωτης του αδούλωτου
    αιτιατική τον αδούλωτο την αδούλωτη το αδούλωτο
     κλητική αδούλωτε αδούλωτη αδούλωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδούλωτοι οι αδούλωτες τα αδούλωτα
      γενική των αδούλωτων των αδούλωτων των αδούλωτων
    αιτιατική τους αδούλωτους τις αδούλωτες τα αδούλωτα
     κλητική αδούλωτοι αδούλωτες αδούλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδούλωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀδούλωτος < ἀ- στερητικό + δουλόω, ῶ +κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

αδούλωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει υποδουλωθεί ποτέ σε εχθρό
    η αδούλωτη Μάνη
  2. που δεν μπορεί κανείς να τον υποτάξει
    οι αδούλωτες ψυχές των ελεύθερων πολιορκημένων
     συνώνυμα: ανυπόταχτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.