αδιασαφήνιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιασαφήνιστος | η | αδιασαφήνιστη | το | αδιασαφήνιστο |
| γενική | του | αδιασαφήνιστου | της | αδιασαφήνιστης | του | αδιασαφήνιστου |
| αιτιατική | τον | αδιασαφήνιστο | την | αδιασαφήνιστη | το | αδιασαφήνιστο |
| κλητική | αδιασαφήνιστε | αδιασαφήνιστη | αδιασαφήνιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιασαφήνιστοι | οι | αδιασαφήνιστες | τα | αδιασαφήνιστα |
| γενική | των | αδιασαφήνιστων | των | αδιασαφήνιστων | των | αδιασαφήνιστων |
| αιτιατική | τους | αδιασαφήνιστους | τις | αδιασαφήνιστες | τα | αδιασαφήνιστα |
| κλητική | αδιασαφήνιστοι | αδιασαφήνιστες | αδιασαφήνιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδιασαφήνιστος < α- + διασαφηνίζω + -τος
- αδιασάφητος
- αδιασάφιστος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διασαφηνίζω, σαφηνίζω και σαφής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.