αδιασάφητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιασάφητος η αδιασάφητη το αδιασάφητο
      γενική του αδιασάφητου της αδιασάφητης του αδιασάφητου
    αιτιατική τον αδιασάφητο την αδιασάφητη το αδιασάφητο
     κλητική αδιασάφητε αδιασάφητη αδιασάφητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιασάφητοι οι αδιασάφητες τα αδιασάφητα
      γενική των αδιασάφητων των αδιασάφητων των αδιασάφητων
    αιτιατική τους αδιασάφητους τις αδιασάφητες τα αδιασάφητα
     κλητική αδιασάφητοι αδιασάφητες αδιασάφητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδιασάφητος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιασάφητος

Επίθετο

αδιασάφητος, -η, -ο

  1. άλλη μορφή του αδιασαφήνιστος
    αδιασάφητα στοιχεία
  2. (οικονομία) που δεν έχει υποβληθεί διασάφηση σε τελωνείο γι’ αυτόν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.