αδιασάφητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιασάφητος | η | αδιασάφητη | το | αδιασάφητο |
| γενική | του | αδιασάφητου | της | αδιασάφητης | του | αδιασάφητου |
| αιτιατική | τον | αδιασάφητο | την | αδιασάφητη | το | αδιασάφητο |
| κλητική | αδιασάφητε | αδιασάφητη | αδιασάφητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιασάφητοι | οι | αδιασάφητες | τα | αδιασάφητα |
| γενική | των | αδιασάφητων | των | αδιασάφητων | των | αδιασάφητων |
| αιτιατική | τους | αδιασάφητους | τις | αδιασάφητες | τα | αδιασάφητα |
| κλητική | αδιασάφητοι | αδιασάφητες | αδιασάφητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδιασάφητος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιασάφητος
Επίθετο
αδιασάφητος, -η, -ο
- άλλη μορφή του αδιασαφήνιστος
- αδιασάφητα στοιχεία
- (οικονομία) που δεν έχει υποβληθεί διασάφηση σε τελωνείο γι’ αυτόν
Μεταφράσεις
αδιασάφητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.