αδιακώλυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιακώλυτος η αδιακώλυτη το αδιακώλυτο
      γενική του αδιακώλυτου της αδιακώλυτης του αδιακώλυτου
    αιτιατική τον αδιακώλυτο την αδιακώλυτη το αδιακώλυτο
     κλητική αδιακώλυτε αδιακώλυτη αδιακώλυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιακώλυτοι οι αδιακώλυτες τα αδιακώλυτα
      γενική των αδιακώλυτων των αδιακώλυτων των αδιακώλυτων
    αιτιατική τους αδιακώλυτους τις αδιακώλυτες τα αδιακώλυτα
     κλητική αδιακώλυτοι αδιακώλυτες αδιακώλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδιακώλυτος < α- + αρχαία ελληνική διακωλύω + -τος < διά + κωλύω (πβ. (ελληνιστική κοινή) ἀδιακωλύτως)

Επίθετο

αδιακώλυτος, -η, -ο

  • (αρχαιοπρεπές) απαρεμπόδιστος
    Η άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων, η κατασκήνωση, η διανυκτέρευση, (…) υποβάλλεται, ως προς το είδος τον τόπο τον χρόνο και τη διάρκειά τους σε περιορισμούς οι οποίοι εξασφαλίζουν την αδιακώλυτη άσκηση του μοναχικού βίου και της θείας λατρείας. (Νόμος 2351/95)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.