αδιαβάθμητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιαβάθμητος | η | αδιαβάθμητη | το | αδιαβάθμητο |
| γενική | του | αδιαβάθμητου | της | αδιαβάθμητης | του | αδιαβάθμητου |
| αιτιατική | τον | αδιαβάθμητο | την | αδιαβάθμητη | το | αδιαβάθμητο |
| κλητική | αδιαβάθμητε | αδιαβάθμητη | αδιαβάθμητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιαβάθμητοι | οι | αδιαβάθμητες | τα | αδιαβάθμητα |
| γενική | των | αδιαβάθμητων | των | αδιαβάθμητων | των | αδιαβάθμητων |
| αιτιατική | τους | αδιαβάθμητους | τις | αδιαβάθμητες | τα | αδιαβάθμητα |
| κλητική | αδιαβάθμητοι | αδιαβάθμητες | αδιαβάθμητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδιαβάθμητος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unclassified
Επίθετο
αδιαβάθμητος, -η, -ο
- που δεν είναι διαβαθμισμένος, που δεν είναι χαρακτηρισμένος σαν απόρρητος ή εμπιστευτικός και άρα μπορεί να κοινοποιηθεί
Μεταφράσεις
αδιαβάθμητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.