αδενικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδενικός | η | αδενική | το | αδενικό |
| γενική | του | αδενικού | της | αδενικής | του | αδενικού |
| αιτιατική | τον | αδενικό | την | αδενική | το | αδενικό |
| κλητική | αδενικέ | αδενική | αδενικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδενικοί | οι | αδενικές | τα | αδενικά |
| γενική | των | αδενικών | των | αδενικών | των | αδενικών |
| αιτιατική | τους | αδενικούς | τις | αδενικές | τα | αδενικά |
| κλητική | αδενικοί | αδενικές | αδενικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδενικός < (αδένας) αδεν- + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική grandulaire [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ðe.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δε‐νι‐κός
Αναφορές
- αδενικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.