αδενικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδενικός η αδενική το αδενικό
      γενική του αδενικού της αδενικής του αδενικού
    αιτιατική τον αδενικό την αδενική το αδενικό
     κλητική αδενικέ αδενική αδενικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδενικοί οι αδενικές τα αδενικά
      γενική των αδενικών των αδενικών των αδενικών
    αιτιατική τους αδενικούς τις αδενικές τα αδενικά
     κλητική αδενικοί αδενικές αδενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδενικός < (αδένας) αδεν- + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική grandulaire [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ðe.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδενικός

Επίθετο

αδενικός, -ή, -ό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αδένας

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.