αδελφοκτονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αδελφοκτονία | οι | αδελφοκτονίες |
| γενική | της | αδελφοκτονίας | των | αδελφοκτονιών |
| αιτιατική | την | αδελφοκτονία | τις | αδελφοκτονίες |
| κλητική | αδελφοκτονία | αδελφοκτονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αδελφοκτονία θηλυκό
- ο φόνος του αδελφού ή της αδελφής
- ο φόνος συμπατριωτών σε εμφύλιο πόλεμο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αδελφοκτονία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.