αδελφών

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αδελφών αρσενικό ή θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του αδελφός
  2. γενική πληθυντικού του αδελφή
    άλλη μορφή: αδελφάδων

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αδελφών

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.