αγόρασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγόρασμα τα αγοράσματα
      γενική του αγοράσματος των αγορασμάτων
    αιτιατική το αγόρασμα τα αγοράσματα
     κλητική αγόρασμα αγοράσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγόρασμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγόρασμα

Ουσιαστικό

αγόρασμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.