ἀγόρασμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἀγόρασμᾰ | τὰ | ἀγοράσμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | ἀγοράσμᾰτος | τῶν | ἀγορασμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | ἀγοράσμᾰτῐ | τοῖς | ἀγοράσμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ἀγόρασμᾰ | τὰ | ἀγοράσμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀγόρασμᾰ | ἀγοράσμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγοράσμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγορασμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ἀγόρασμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγόρασμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.