αποδυναμώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποδυναμώνω < → λείπει η ετυμολογία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποδυναμώνω | αποδυνάμωνα | θα αποδυναμώνω | να αποδυναμώνω | αποδυναμώνοντας | |
| β' ενικ. | αποδυναμώνεις | αποδυνάμωνες | θα αποδυναμώνεις | να αποδυναμώνεις | αποδυνάμωνε | |
| γ' ενικ. | αποδυναμώνει | αποδυνάμωνε | θα αποδυναμώνει | να αποδυναμώνει | ||
| α' πληθ. | αποδυναμώνουμε | αποδυναμώναμε | θα αποδυναμώνουμε | να αποδυναμώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποδυναμώνετε | αποδυναμώνατε | θα αποδυναμώνετε | να αποδυναμώνετε | αποδυναμώνετε | |
| γ' πληθ. | αποδυναμώνουν(ε) | αποδυνάμωναν αποδυναμώναν(ε) |
θα αποδυναμώνουν(ε) | να αποδυναμώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποδυνάμωσα | θα αποδυναμώσω | να αποδυναμώσω | αποδυναμώσει | ||
| β' ενικ. | αποδυνάμωσες | θα αποδυναμώσεις | να αποδυναμώσεις | αποδυνάμωσε | ||
| γ' ενικ. | αποδυνάμωσε | θα αποδυναμώσει | να αποδυναμώσει | |||
| α' πληθ. | αποδυναμώσαμε | θα αποδυναμώσουμε | να αποδυναμώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποδυναμώσατε | θα αποδυναμώσετε | να αποδυναμώσετε | αποδυναμώστε | ||
| γ' πληθ. | αποδυνάμωσαν αποδυναμώσαν(ε) |
θα αποδυναμώσουν(ε) | να αποδυναμώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποδυναμώσει | είχα αποδυναμώσει | θα έχω αποδυναμώσει | να έχω αποδυναμώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποδυναμώσει | είχες αποδυναμώσει | θα έχεις αποδυναμώσει | να έχεις αποδυναμώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποδυναμώσει | είχε αποδυναμώσει | θα έχει αποδυναμώσει | να έχει αποδυναμώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποδυναμώσει | είχαμε αποδυναμώσει | θα έχουμε αποδυναμώσει | να έχουμε αποδυναμώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποδυναμώσει | είχατε αποδυναμώσει | θα έχετε αποδυναμώσει | να έχετε αποδυναμώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποδυναμώσει | είχαν αποδυναμώσει | θα έχουν αποδυναμώσει | να έχουν αποδυναμώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.