φυγομαχώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φυγομαχώ < φυγομαχέω
Ρήμα
φυγομαχώ
- λιποτακτώ, φοβάμαι να δώσω μάχη σε πόλεμο ή βίαιη σύγκρουση
- (μεταφορικά) αποφεύγω να έρθω σε αντιπαράθεση και να υπερασπιστώ κάτι ή κάποιον που οφείλω να υποστηρίξω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.