αγχολυτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγχολυτικό | τα | αγχολυτικά |
| γενική | του | αγχολυτικού | των | αγχολυτικών |
| αιτιατική | το | αγχολυτικό | τα | αγχολυτικά |
| κλητική | αγχολυτικό | αγχολυτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγχολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγχολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
αγχολυτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που δρα κατά του άγχους και της αϋπνίας
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αγχολυτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αγχολυτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγχολυτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.