εκηβόλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | εκηβόλος | το | εκηβόλο | ||
| γενική | του/της | εκηβόλου | του | εκηβόλου | ||
| αιτιατική | τον/την | εκηβόλο | το | εκηβόλο | ||
| κλητική | εκηβόλε | εκηβόλο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | εκηβόλοι | τα | εκηβόλα | ||
| γενική | των | εκηβόλων | των | εκηβόλων | ||
| αιτιατική | τους/τις | εκηβόλους | τα | εκηβόλα | ||
| κλητική | εκηβόλοι | εκηβόλα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκηβόλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑκηβόλος[1]
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εκηβόλος
|
|
Αναφορές
- εκηβόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.