αγρίμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγρίμι τα αγρίμια
      γενική του αγριμιού των αγριμιών
    αιτιατική το αγρίμι τα αγρίμια
     κλητική αγρίμι αγρίμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγρίμι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγρίμιν < ελληνιστική κοινή ἀγριμαῖον ουδ. του επιθ. ἀγριμαῖος < ἄγρα

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈɣɾi.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγρίμι

Ουσιαστικό

αγρίμι ουδέτερο

  1. το άγριο ζώο
  2. (μεταφορικά) το άτομο που είναι ακοινώνητο, ατίθασο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.