αγουρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγουρίδα οι αγουρίδες
      γενική της αγουρίδας των αγουρίδων
    αιτιατική την αγουρίδα τις αγουρίδες
     κλητική αγουρίδα αγουρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγουρίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγουρίδα < άγουρος + -ίδα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣuˈɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγουρίδα

Ουσιαστικό

αγουρίδα θηλυκό

  1. άγουρο σταφύλι
  2. (γενικότερα) άγουρος καρπός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.